Θέμα 2 Επιπτώσεις στον διαβήτη τύπου ΙΙ

Επιδημιολογικές μελέτες (“Trans Fatty Acids, Insulin Sensitivity and Type 2 Diabetes”, 2016) έχουν δείξει ότι τα μονο- και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2. Η επίδραση των μονοακόρεστων τρανς λιπαρών οξέων στην ευαισθησία στην ινσουλίνη δεν έχει διερευνηθεί πλήρως. Έχει αποδειχθεί ότι η αυξημένη κατανάλωση βιομηχανικά παραγόμενων τρανς λιπαρών οξέων επάγει την ευαισθησία στην ινσουλίνη, ιδίως σε παχύσαρκες γυναίκες με χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας.

Δεδομένου ότι τα τρανς λιπαρά προκαλούν την σκλήρυνση και την ακαμψία των κυτταρικών μεμβρανών, μπορεί να αποτελούν αιτία ανάπτυξης διαβήτη. Στον διαβήτη τύπου 2, το πάγκρεας λειτουργεί, αλλά όχι όσο αποτελεσματικά όσο θα έπρεπε. Προκειμένου η ορμόνη ινσουλίνη να μεταφέρει τα σάκχαρα στα κύτταρα, χρειάζεται τα κυτταρικά τοιχώματα να είναι διαπερατά. Εάν τα κυτταρικά τοιχώματα αλλοιωθούν, είναι πιο δύσκολο για την ινσουλίνη να μεταφέρει το σάκχαρο στα κύτταρα. Έτσι, το σώμα συνεχίζει να παράγει ινσουλίνη, αλλά τα αδιαπέραστα και σκληρυμένα τοιχώματα την εμποδίζουν να κάνει τη δουλειά της. Επομένως η γλυκόζη μετατρέπεται αναποτελεσματικά σε ενέργεια και η περίσσεια γλυκόζης συσσωρεύεται στο αίμα.

Για τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 που είναι υπέρβαρα, η απώλεια βάρους είναι πολύ αποτελεσματική στη μείωση των επιπέδων ινσουλίνης. Ο διαβήτης τύπου 2 μπορεί μερικές φορές να ελεγχθεί με αλλαγές στον τρόπο ζωής, οι οποίες περιλαμβάνουν υγιεινή διατροφή/διατροφικές συνήθειες, καθημερινή σωματική δραστηριότητα και παρακολούθηση της γλυκόζης στο αίμα.

Περίπου 60 εκατομμύρια άνθρωποι στον ευρωπαϊκό χώρο πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη και η νόσος εξαπλώνεται σε άτομα όλων των ηλικιών. Επί του παρόντος, το 10-15% του πληθυσμού σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες πάσχει από τη νόσο. Η  αυξηση των ατόμων με διαβήτη οφείλεται στον αυξανόμενο αριθμό υπέρβαρων/παχύσαρκων ατόμων, την ανθυγιεινή διατροφή, την σωματική αδράνεια και  των κοινωνικοοικονομικών μειονεκτημάτων. Ο ΠΟΥ προβλέπει ότι ο διαβήτης θα γίνει η 7η συχνότερη αιτία θανάτου μέχρι το 2030 (Ινστιτούτο Υγιεινής, 2016).