Σε επίπεδο ΕΕ, η νομοθεσία για την ασφάλεια των τροφίμων αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες προστασίας της υγείας και υπόκειται σε αυστηρά εναρμονισμένους κανόνες. Κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να γνωρίζει τον τρόπο παραγωγής, επεξεργασίας, συσκευασίας, επισήμανσης και πώλησης των τροφίμων που καταναλώνει. Ο κύριος στόχος της Πολιτικής της ΕΕ για την Ασφάλεια των Τροφίμων είναι να διασφαλίσει υψηλά επίπεδα προστασίας της ανθρώπινης υγείας σε ό,τι αφορά τη βιομηχανία τροφίμων – τον μεγαλύτερο τομέα παραγωγής και απασχόλησης στην Ευρώπη. Η κατευθυντήρια αρχή είναι η εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης «από το αγρόκτημα στο τραπέζι», η οποία θα καλύπτει όλα τα στάδια της τροφικής αλυσίδας. Η Πολιτική της ΕΕ για την Ασφάλεια των Τροφίμων αποσκοπεί στην προστασία των καταναλωτών και στη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας της ενιαίας αγοράς. Από το 2003, η εν λόγω πολιτική εστιάζει στην έννοια της ιχνηλασιμότητας τόσο των εισροών (π.χ. ζωοτροφές) όσο και των εκροών (π.χ. πρωτογενής παραγωγή, μεταποίηση, αποθήκευση, μεταφορά και λιανική πώληση). Η διασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση που θα περιλαμβάνει ολόκληρη την τροφική αλυσίδα, από τη χρήση γεωργικών καλλιεργειών και ζωοτροφών υψηλής ποιότητας μέχρι την εφαρμογή των κατάλληλων μεθόδων παραγωγής. Απαιτεί, επίσης, τον καθορισμό και τη συμμόρφωση με πρότυπα ελέγχου για την υγιεινή των τροφίμων και των προϊόντων διατροφής, την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων, την υγεία των φυτών και την πρόληψη του κινδύνου από ανεπιθύμητες ουσίες.
Η ΕΕ έχει αναπτύξει και εφαρμόζει ένα σύστημα ασφάλειας τροφίμων: ένα σύνολο κανόνων το οποίο διασφαλίζει τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα για την προστασία της υγείας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, θεσπίζοντας παράλληλα πρότυπα ελέγχου για την υγιεινή των τροφίμων και των προϊόντων διατροφής, την υγεία και την ευημερία των ζώων, την υγεία των φυτών και την πρόληψη των κινδύνων μόλυνσης από εξωτερικές ουσίες όπως τα φυτοφάρμακα. Σε κάθε στάδιο εφαρμόζονται αυστηροί έλεγχοι, ενώ η εισαγωγή τροφίμων (π.χ. κρέατος) από χώρες εκτός ΕΕ πρέπει να πληροί τα ίδια πρότυπα και να υπόκειται στους ίδιους ελέγχους με τα τρόφιμα που παράγονται εντός ΕΕ. Η Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) της ΕΕ παρέχει την επιστημονική βάση για τη διαχείριση κινδύνων.
Εικόνα από Canva
Η εφαρμογή των προτύπων της ΕΕ διασφαλίζεται από αρχές επιθεώρησης τροφίμων, οι οποίες εποπτεύουν τις υγειονομικές συνθήκες των τροφίμων και των ζωοτροφών, ενώ η Κτηνιατρική Επιθεώρηση είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της παραγωγής τροφίμων. Αυτές οι αρχές εστιάζουν στις συνθήκες παραγωγής, μεταφοράς, αποθήκευσης και πώλησης τροφίμων, καθώς και στις συνθήκες συλλογικής σίτισης. Μεριμνούν, επίσης, για την επίβλεψη της υγειονομικής ποιότητας των τροφίμων και των υγειονομικών συνθηκών παραγωγής και εμπορίου υλικών και προϊόντων που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα.
Οι κατευθυντήριες γραμμές για την αποδοχή ή μη των τροφίμων και των διαδικασιών παρασκευής τους παρέχονται από μικροβιολογικά κριτήρια. Προληπτικά μέτρα, όπως η εφαρμογή ορθών πρακτικών υγιεινής και παρασκευής (Good Hygiene and Manufacturing Practices – GHP, GMP) και οι αρχές του συστήματος HACCP (Ανάλυση Κινδύνου και Κρίσιμα Σημεία Ελέγχου), συμβάλλουν στην επίτευξη υψηλών προτύπων ασφάλειας των τροφίμων. Οι μικροβιολογικοί έλεγχοι από μόνοι τους δεν μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια των ελεγχόμενων τροφίμων, ωστόσο τα συγκεκριμένα κριτήρια υποδεικνύουν στόχους και δείκτες αναφοράς, οι οποίoι βοηθούν τις επιχειρήσεις τροφίμων και τις αρμόδιες αρχές στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν και να εποπτεύσουν την ασφάλεια των τροφίμων, αντίστοιχα.
Υπάρχουν πολλές χημικές ουσίες στο περιβάλλον που λειτουργούν ως μολυσματικές ουσίες, γνωστές ως «προσμείξεις». (EFSA, χ.χ.). Η κοινοτική νομοθεσία για τα τρόφιμα αποσκοπεί στην επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ των κινδύνων και των οφελών των ουσιών που χρησιμοποιούνται σκόπιμα και της μείωσης των προσμείξεων. Η νομοθεσία για τις προσμείξεις βασίζεται σε επιστημονικές υποδείξεις και απορρέει από την αρχή ότι τα επίπεδα των προσμείξεων πρέπει να διατηρούνται σε όσο το δυνατόν πιο χαμηλά επίπεδα μέσω καλών εργασιακών πρακτικών. Έχουν οριστεί μέγιστα επίπεδα για ορισμένες προσμείξεις (π.χ. μυκοτοξίνες, διοξίνες, βαρέα μέταλλα, νιτρικά άλατα, χλωροπροπανόλες). Η νομοθεσία για τα πρόσθετα τροφίμων βασίζεται στην αρχή ότι μόνο τα πρόσθετα που εγκρίνονται ρητά μπορούν να χρησιμοποιηθούν, συχνά σε περιορισμένες ποσότητες και σε συγκεκριμένα τρόφιμα (Postupolski, 2020).
Η νομοθεσία για τα υπολείμματα κτηνιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται σε ζώα παραγωγής τροφίμων, καθώς και η νομοθεσία για τα υπολείμματα φυτοπροστατευτικών προϊόντων (φυτοφάρμακα), προβλέπει την επιστημονική αξιολόγηση πριν από την έγκρισή τους. Η νομοθεσία για τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα προβλέπει ότι αυτά τα υλικά δεν πρέπει να μεταφέρουν τα συστατικά τους στα τρόφιμα σε ποσότητες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία ή να αλλάξουν τη σύνθεση, τη γεύση ή την υφή των τροφίμων (ΕU, χ.χ.).
Εικόνα από Canva